τσόκαρο

τσόκαρο
τό
1) деревянный башмак; 2) перен. Кумушка, сплетница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τσόκαρο" в других словарях:

  • τσόκαρο — το (λ. ιταλ.) 1. ξυλοπέδιλο, ξύλινο παπούτσι. 2. μτφ., χυδαία γυναίκα, κακοφτιαγμένη και κουτσομπόλα: Μ αυτό το τσόκαρο κάνεις παρέα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσόκαρο — το, Ν 1. πέδιλο με ξύλινη σόλα 2. μτφ. (για γυναίκα) φαρμακόγλωσσα, κουτσομπόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zoccolo, υποκορ. τού zocco] …   Dictionary of Greek

  • κρούπανο — το (Α κρούπανον) ψηλό ξύλινο παπούτσι, τσόκαρο («κρούπανα ξύλινα υποδήματα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι* (αἱ) με επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον, όργ ανον)] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπέδιλο — το είδος υποδήματος από χοντρό ξύλινο πέλμα και πλατιές δερμάτινες λωρίδες που συγκρατούν το πέλμα, το τσόκαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ξύλινος — η, ο, (ΑΜ ξύλινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. σύλινος, ίνη, ον) [ξύλον] 1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» τα πλοία, Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν) τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπέδιλο — το παπούτσι, υπόδημα με ξύλινο πέλμα, αλλ. τσόκαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»